αζάλιστος

αζάλιστος
η , ο не подверженный головокружениям

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αζάλιστος" в других словарях:

  • αζάλιστος — η, ο [ζαλίζω] αυτός που δεν είναι ζαλισμένος, που δεν αισθάνεται ζάλη …   Dictionary of Greek

  • αζάλιστος — η, ο αυτός που δε ζαλίστηκε: Το κρασί ήταν δυνατό και λίγοι έμειναν αζάλιστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασκότιστος — η, ο (Α ἀσκότιστος, ον) [σκοτίζω] νεοελλ. αυτός που δεν έχει σκοτούρες, ο αζάλιστος αρχ. ο ασκοτείνιαστος, ο λαμπερός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»